ἄγονται

ἄγονται
ἄγω
lead
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Διὰ τί τοῦ Μαίου μηνὸς οὐκ ἄγονται γυναῖκες. — См. Кто в Мае женится, тот будет маяться …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • кто в мае женится, тот будет маяться — Рад бы жениться, да май не велит. В мае жениться (родиться) век промаяться. Ср. Twischen Paschen un Pingsten (im Mayen) fryen die Unseligen (westfälisch). Ср. Es ist (weder) Witwen, noch Jungfern gut zu freien Im Maien; denn es pflegt sie bald zu …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Кто в Мае женится, тот будет маяться — Кто въ Маѣ женится, тотъ будетъ маяться. Радъ бы жениться, да Май не велитъ. Въ Маѣ жениться (родиться) вѣкъ промаяться. Ср. Twischen Paschen un Pingsten (im Mayen) fryen die Unseligen (westfälisch). Ср. Es ist (weder) Witwen, noch Jungfern gut… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • водимыи — (27) прич. страд. наст. к водити в 1 знач.: по˫асъ же кр(с)тьны˫а см҃рти ѡсоужениѥ ѥю же адама ѡбожи. за нь же свѩзанъ водимъ бы(с). КП 1280, 610а; водима бѣ [святая Люкия] и бьѥма. ПрЛ XIII, 18б; пр҃рци молчать, иѥрѣи водими, старци не милоуѥми …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CORE — I. CORE Cereris filia, a κόρος i. e. satietas, dicta; Festa eius Corea dicebantur. Schol. Pindari, Olymp. Od. 7. πολλοὶ δὲ ἄγονται ἀγῶνες εν Α᾿ρκαδία, Λύκαια, Κόρεια, Α᾿λέαια Hesych. Κόρεια, θεραπεία καλλονὴ, ἤ θυσία τῇ Κόρῃ τελουμεν´η Eius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αξίωμα — (Μαθημ.)Κάθε μαθηματική θεωρία κατασκευάζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο: αναχωρεί κανείς από ένα σύνολο αφηρημένων στοιχείων, τα οποία είναι υποχρεωμένα να ικανοποιούν ορισμένες ιδιότητες που ονομάζονται α. της θεωρίας και οι οποίες χαρακτηρίζουν… …   Dictionary of Greek

  • κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …   Dictionary of Greek

  • πολικότητα — I Η φυσιολογική και μορφολογική ανισοτιμία μεταξύ δύο διαμετρικά αντίθετων περιοχών ενός κυττάρου, ιστού ή οργάνου. Τα δύο σημεία που παρουσιάζουν τη διαφορά ονομάζονται πόλοι. Η παρουσία δύο πόλων σ’ ένα κύτταρο ή όργανο καθιερώνει και έναν… …   Dictionary of Greek

  • σπλαγχνικός — ή, ό / σπλαγχνικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σπλαχνικός Ν [σπλά(γ)χνο(ν)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σπλάγχνα (α. «σπλαγχνική αντίδραση» β. «σπλαγχνικὰ φάρμακα», Διοσκ.) νεοελλ. 1. ευσπλαγχνικός, οικτίρμονας («σπλαχνικός πατέρας») 2. (για λόγους)… …   Dictionary of Greek

  • τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”